προεέργω: Difference between revisions

6
(34)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και άχρ. τ. [[προείργω]] Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) [[εμποδίζω]] ή [[σταματώ]] κάποιον στεκόμενος [[μπροστά]] του («[[πάντως]] δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐέργω]], [[άλλος]] τ. του [[ἔργω]] «[[εμποδίζω]], [[αποτρέπω]]»].
|mltxt=και άχρ. τ. [[προείργω]] Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) [[εμποδίζω]] ή [[σταματώ]] κάποιον στεκόμενος [[μπροστά]] του («[[πάντως]] δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐέργω]], [[άλλος]] τ. του [[ἔργω]] «[[εμποδίζω]], [[αποτρέπω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προεέργω:''' Επικ. αντί <i>-[[είργω]]</i>, [[σταματώ]] με το να [[στέκομαι]] [[μπροστά]], με αιτ. και απαρ., <i>προέεργε πάντας ὁδεύειν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}