Anonymous

προσγυμνάζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ασκώ]], [[γυμνάζω]] κάποιον σε [[κάτι]] επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κατέρχομαι]] σε αγώνα με κάποιον<br /><b>3.</b> (το αρσ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ προσγυμναζόμενος</i><br />ο [[προσγυμναστής]].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ασκώ]], [[γυμνάζω]] κάποιον σε [[κάτι]] επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κατέρχομαι]] σε αγώνα με κάποιον<br /><b>3.</b> (το αρσ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ προσγυμναζόμενος</i><br />ο [[προσγυμναστής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσγυμνάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εξασκώ]] σε ή μέσα σε ένα [[πράγμα]], σε Πλάτ. — Παθ., <i>προσγεγυμνασμένος πολέμῳ</i>, σε Πλούτ.
}}
}}