Anonymous

πρόσειμι: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ΜΑ [[εἶμί]]<br />(ως μέλλ. του [[προσέρχομαι]]) (σχετικά με [[θρησκεία]]) [[προσχωρώ]], [[ασπάζομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πορεύομαι]], [[προχωρώ]]<br /><b>2.</b> βρίσκομαι [[κοντά]], [[πλησιάζω]] («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσεγγίζω]], [[πηγαίνω]] [[προς]] κάποιον («Σωκράτει μὲν [[οὐκέτι]] προσῆσαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[πλησιάζω]] με ερωτική [[διάθεση]] («αἷς ἂν προσέλθω ὑπερασπάζονταί με διὰ τὸ μηδένα ἄλλον αὐταῑς ἐθέλειν προσιέναι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[προσέρχομαι]] σε κάποιον ως [[βοηθός]]<br /><b>6.</b> (με εχθρ. σημ.) επιτίθεμαι, [[προσβάλλω]] (α. «ἀκούει τοὺς πολεμίους προσιόντας ἡμῑν», <b>Ξεν.</b><br />β. «προσῄεσαν τρεῑς φάλαγγες ἐπὶ τὸ... [[στράτευμα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> τάσσομαι με το [[μέρος]] κάποιου σε έναν πόλεμο<br /><b>8.</b> εμφανίζομαι, [[παρουσιάζομαι]] για να μιλήσω («τούτων... παρὰ τὸ [[ψήφισμα]] πεπρεσβευκότων, προσῇμεν τῇ βουλῇ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>9.</b> [[έρχομαι]] ενώπιον («[[πρόσειμι]] πρὸς τὰς ἀρχάς», <b>Θουκ.</b>,)<br /><b>10.</b> (για [[πράγμα]]) [[προστίθεμαι]] («τῷ δ' ἐναντίῳ κύτει ἐλπὶς προσῄει χειρὸς οὐ πληρουμένῳ», <b>Αισχύλ.</b>)<br />II. (για χρόνο) [[επίκειμαι]], [[επέρχομαι]] («[[ἐπεάν]]... προσίῃ ὁ [[τεταγμένος]] [[χρόνος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> (για χρήματα και προσόδους) εισπράττομαι («τὸν [[φόρον]] ἡμῑν ἀπὸ τῶν [[πόλεων]] [[συλλήβδην]] τὸν προσιόντα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>13.</b> [[συχνάζω]] ως [[μέλος]] ενὸς ακροατηρίου<br /><b>14.</b> (σχετικά με [[κλήρωση]] ή [[μοιρασιά]]) [[πέφτω]] στο [[μερίδιο]] κάποιου<br /><b>15.</b> [[αποδέχομαι]], συγκατατίθεμαι, [[συναινώ]]<br /><b>16.</b> (το ουδ. μτχ. πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ προσιόντα</i><br />οι δημόσιες πρόσοδοι, τα [[δημόσια]] έσοδα («οὐδ' ἡ [[δεκάτη]] τῶν προσιόντων ἡμῑν ἄρ' ἐγίγνεθ' ὁ [[μισθός]]», <b>Αριστοφ.</b>).———————— <b>(II)</b><br />Α [[εἰμί]]<br /><b>1.</b> [[προστίθεμαι]] σε [[κάτι]] («ἐάν... [[θερμότης]] τῷ δίψει προσῇ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνυπάρχω]] («τῇ... βίᾳ πρόσεισιν ἔχθραι καὶ κίνδυνοι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[ανήκω]] σε κάποιον, [[είμαι]] χαρακτηριστικό του (α. «ὡς ἐὰν πρότερός τις εἴπῃ τὰ προσόνθ' ἑαυτῷ περὶ [[ἄλλου]]», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «πρόσεστι γυναιξίν... εἴδωλα τίκτειν»<br /><b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[επίκειμαι]], [[είμαι]] [[παρών]] ή [[κοντά]] (α. «[[τύχη]] μόνον προσείη», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «κατεχειροτονήσατε μὲν διὰ ταῡτα, και οὐδ' ὁτιοῡν [[ἄλλο]] προσῆν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> βρίσκομαι [[κοντά]], [[παράκειμαι]] («οἰκίας καὶ τῆς προσούσης αὐλῆς», πάπ.).
|mltxt=<b>(I)</b><br />ΜΑ [[εἶμί]]<br />(ως μέλλ. του [[προσέρχομαι]]) (σχετικά με [[θρησκεία]]) [[προσχωρώ]], [[ασπάζομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πορεύομαι]], [[προχωρώ]]<br /><b>2.</b> βρίσκομαι [[κοντά]], [[πλησιάζω]] («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσεγγίζω]], [[πηγαίνω]] [[προς]] κάποιον («Σωκράτει μὲν [[οὐκέτι]] προσῆσαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[πλησιάζω]] με ερωτική [[διάθεση]] («αἷς ἂν προσέλθω ὑπερασπάζονταί με διὰ τὸ μηδένα ἄλλον αὐταῑς ἐθέλειν προσιέναι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[προσέρχομαι]] σε κάποιον ως [[βοηθός]]<br /><b>6.</b> (με εχθρ. σημ.) επιτίθεμαι, [[προσβάλλω]] (α. «ἀκούει τοὺς πολεμίους προσιόντας ἡμῑν», <b>Ξεν.</b><br />β. «προσῄεσαν τρεῑς φάλαγγες ἐπὶ τὸ... [[στράτευμα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> τάσσομαι με το [[μέρος]] κάποιου σε έναν πόλεμο<br /><b>8.</b> εμφανίζομαι, [[παρουσιάζομαι]] για να μιλήσω («τούτων... παρὰ τὸ [[ψήφισμα]] πεπρεσβευκότων, προσῇμεν τῇ βουλῇ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>9.</b> [[έρχομαι]] ενώπιον («[[πρόσειμι]] πρὸς τὰς ἀρχάς», <b>Θουκ.</b>,)<br /><b>10.</b> (για [[πράγμα]]) [[προστίθεμαι]] («τῷ δ' ἐναντίῳ κύτει ἐλπὶς προσῄει χειρὸς οὐ πληρουμένῳ», <b>Αισχύλ.</b>)<br />II. (για χρόνο) [[επίκειμαι]], [[επέρχομαι]] («[[ἐπεάν]]... προσίῃ ὁ [[τεταγμένος]] [[χρόνος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> (για χρήματα και προσόδους) εισπράττομαι («τὸν [[φόρον]] ἡμῑν ἀπὸ τῶν [[πόλεων]] [[συλλήβδην]] τὸν προσιόντα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>13.</b> [[συχνάζω]] ως [[μέλος]] ενὸς ακροατηρίου<br /><b>14.</b> (σχετικά με [[κλήρωση]] ή [[μοιρασιά]]) [[πέφτω]] στο [[μερίδιο]] κάποιου<br /><b>15.</b> [[αποδέχομαι]], συγκατατίθεμαι, [[συναινώ]]<br /><b>16.</b> (το ουδ. μτχ. πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ προσιόντα</i><br />οι δημόσιες πρόσοδοι, τα [[δημόσια]] έσοδα («οὐδ' ἡ [[δεκάτη]] τῶν προσιόντων ἡμῑν ἄρ' ἐγίγνεθ' ὁ [[μισθός]]», <b>Αριστοφ.</b>).———————— <b>(II)</b><br />Α [[εἰμί]]<br /><b>1.</b> [[προστίθεμαι]] σε [[κάτι]] («ἐάν... [[θερμότης]] τῷ δίψει προσῇ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνυπάρχω]] («τῇ... βίᾳ πρόσεισιν ἔχθραι καὶ κίνδυνοι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[ανήκω]] σε κάποιον, [[είμαι]] χαρακτηριστικό του (α. «ὡς ἐὰν πρότερός τις εἴπῃ τὰ προσόνθ' ἑαυτῷ περὶ [[ἄλλου]]», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «πρόσεστι γυναιξίν... εἴδωλα τίκτειν»<br /><b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[επίκειμαι]], [[είμαι]] [[παρών]] ή [[κοντά]] (α. «[[τύχη]] μόνον προσείη», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «κατεχειροτονήσατε μὲν διὰ ταῡτα, και οὐδ' ὁτιοῡν [[ἄλλο]] προσῆν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> βρίσκομαι [[κοντά]], [[παράκειμαι]] («οἰκίας καὶ τῆς προσούσης αὐλῆς», πάπ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρόσειμι:''' απαρ. <i>-εῖναι</i> ([[εἰμί]], Λατ. [[sum]]),<br /><b class="num">1.</b> [[προστίθεμαι]], προσκολλώμαι, [[ανήκω]] σε, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., είμαι εδώ, είμαι [[πλησίον]], είμαι [[παρών]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· οὐδὲν [[ἄλλο]] προσῆν, δεν υπήρχε [[τίποτα]] [[άλλο]] στον κόσμο, σε Δημ.· <i>τὰ προσόνθ' ἑαυτῷ</i>, η [[περιουσία]] κάποιου, στον ίδ.· [[ταῦτα]] πρόσεσται, αυτό επίσης θα είναι δικό μας, σε Ξεν.· <i>τὸπροσόν</i>, [[πλεόνασμα]], σε Δημ.<br /><b class="num">• [[πρόσειμι]]:</b> απαρ. <i>-ιέναι</i> ([[εἶμι]], Λατ. [[ibo]]), χρησιμ. στην Αττ. ως μέλ. του [[προσέρχομαι]] και <i>προσῄειν</i> ως παρατ.<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πηγαίνω]] προς ή [[μπροστά]], [[πλησιάζω]] κάποιον, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[πρόσειμι]] Σωκράτει, τον [[επισκέπτομαι]] ως δάσκαλο, σε Ξεν.· με αιτ. τόπου, [[δῶμα]], <i>δόμους</i>, σε Αισχύλ., Ευρ.· [[πρόσειμι]] εἰς..., [[πρός]]..., σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με εχθρική [[σημασία]], [[πηγαίνω]] ή [[έρχομαι]] [[εναντίον]], επιτίθεμαι, <i>τῇ πόλει</i>, σε Ξεν.· [[πρός]] τινα, σε Ηρόδ.· [[ἐπί]] τινα, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[πηγαίνω]] προς το [[μέρος]] κάποιου, λέγεται για τον πόλεμο, σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> [[έρχομαι]] [[μπροστά]] να μιλήσω, [[πρόσειμι]] τῷ δήμῳ, σε Ξεν.· <i>τῇ βουλῇ</i>, σε Δημ.· πρὸς [[τὰς]] ἀρχάς, σε Θουκ.<br /><b class="num">5.</b> λέγεται για πράγματα, [[προστίθεμαι]], <i>ἐλπὶς προσῄει</i>, [[μόνη]] η [[ελπίδα]] έμεινε, σε Αισχύλ. ΙI. λέγεται για χρόνο, [[προχωρώ]], [[πλησιάζω]], ἐπεὰν προσίῃ ἡ [[ὥρη]], σε Ηρόδ.· [[ἑσπέρα]] προσῄει, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> [[έρχομαι]] σε, [[εισέρχομαι]], λέγεται για έσοδα, σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>τὰ προσιόντα</i>, πρόσοδοι, κέρδη, σε Αριστοφ.
}}
}}