3,251,689
edits
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ [[ἵημι]]<br />[[αποδέχομαι]] [[κάτι]] ως [[λογικό]] ή αληθινό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφήνω]] κάποιον να [[πάει]], να πλησιάσει [[κάπου]] («οὐ προσίεσαν πρὸς τὸ πῡρ τοὺς ὀψίζοντας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[εφαρμόζω]]<br /><b>3.</b> (συν. το μέσ.) <i>προσίεμαι</i><br />α) [[δέχομαι]] [[κάτι]] ως [[ορθό]], [[πιστεύω]], [[νομίζω]] («προσίεσθαι τὰ κεκηρυγμένα», <b>Θουκ.</b>)<br />β) [[δέχομαι]] κάποιον στον κύκλο μου, τον [[αφήνω]] να έλθει [[κοντά]] μου, [[προσδέχομαι]] («[[ἐμοί]]... δοκεῑ τὸν ἄνθρωπον τοῡτον [[μήτε]] προσίεσθαι εἰς ταὐτὸ ἡμῑν αὐτοῑς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[παραδέχομαι]] («ἦτταν προσίεται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[λαμβάνω]] («[[προσίημι]] [[φάρμακον]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> [[επιτρέπω]], [[επιδοκιμάζω]] («[[οὐδαμῇ]] προσίοιντο οἱ θεοὶ τὸν πόλεμον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> [[αναγνωρίζω]] την [[τιμή]], την [[αξία]] νομίσματος («αἰτιασαμένων... τοὺς τραπεζείτας ὡς ταύτας ἀποκλείσαντος τῷ μὴ προσίεσθαι τὸ θεῑον τῶν Σεβαστῶν [[νόμισμα]]», πάπ.)<br /><b>8.</b> [[αναλαμβάνω]] να πράξω, [[τολμώ]], [[ριψοκινδυνεύω]]<br /><b>9.</b> [[προσελκύω]] [[κοντά]] μου, [[ευαρεστώ]] (α. «οὐδὲν προσίετό μιν», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἕν δ' οὐ προσίεταί με», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>10.</b> [[αποδέχομαι]] [[κάτι]] ως κανονικό και ορθόδοξο, ως [[απόρροια]] τών ιερών κανόνων. | |mltxt=ΜΑ [[ἵημι]]<br />[[αποδέχομαι]] [[κάτι]] ως [[λογικό]] ή αληθινό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφήνω]] κάποιον να [[πάει]], να πλησιάσει [[κάπου]] («οὐ προσίεσαν πρὸς τὸ πῡρ τοὺς ὀψίζοντας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[εφαρμόζω]]<br /><b>3.</b> (συν. το μέσ.) <i>προσίεμαι</i><br />α) [[δέχομαι]] [[κάτι]] ως [[ορθό]], [[πιστεύω]], [[νομίζω]] («προσίεσθαι τὰ κεκηρυγμένα», <b>Θουκ.</b>)<br />β) [[δέχομαι]] κάποιον στον κύκλο μου, τον [[αφήνω]] να έλθει [[κοντά]] μου, [[προσδέχομαι]] («[[ἐμοί]]... δοκεῑ τὸν ἄνθρωπον τοῡτον [[μήτε]] προσίεσθαι εἰς ταὐτὸ ἡμῑν αὐτοῑς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[παραδέχομαι]] («ἦτταν προσίεται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[λαμβάνω]] («[[προσίημι]] [[φάρμακον]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> [[επιτρέπω]], [[επιδοκιμάζω]] («[[οὐδαμῇ]] προσίοιντο οἱ θεοὶ τὸν πόλεμον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> [[αναγνωρίζω]] την [[τιμή]], την [[αξία]] νομίσματος («αἰτιασαμένων... τοὺς τραπεζείτας ὡς ταύτας ἀποκλείσαντος τῷ μὴ προσίεσθαι τὸ θεῑον τῶν Σεβαστῶν [[νόμισμα]]», πάπ.)<br /><b>8.</b> [[αναλαμβάνω]] να πράξω, [[τολμώ]], [[ριψοκινδυνεύω]]<br /><b>9.</b> [[προσελκύω]] [[κοντά]] μου, [[ευαρεστώ]] (α. «οὐδὲν προσίετό μιν», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἕν δ' οὐ προσίεταί με», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>10.</b> [[αποδέχομαι]] [[κάτι]] ως κανονικό και ορθόδοξο, ως [[απόρροια]] τών ιερών κανόνων. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσίημι:''' μέλ. <i>προσήσω</i> — Μέσ. <i>-ήσομαι</i>· αόρ. αʹ <i>προσῆκα</i>, Μέσ. <i>-ηκάμην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στέλνω]] σε ή προς, [[αφήνω]] κάποιον να πλησιάσει, τινὰ πρὸς τὸ [[πῦρ]], σε Ξεν.· [[εφαρμόζω]], <i>τί τινι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., <i>προσίεμαι</i>, [[αφήνω]] να έρθει [[κάποιος]] κοντά, [[επιτρέπω]], <i>προσίημί τιναεἰς τὴν ὁμιλίαν</i>, σε Πλάτ.· [[προσίημι]] τοὺς βαρβάρους, τους [[αφήνω]] να πλησιάσουν, σε Ξεν. <b>2. α)</b> [[παραδέχομαι]], [[αποδέχομαι]], [[πιστεύω]], [[τοῦτο]] μὲν οὐ προσίεμαι, σε Ηρόδ.· [[προσηκάμην]] τὸ ῥηθέν, σε Ευρ. <b>β)</b> [[παραδέχομαι]], [[αποδέχομαι]], [[δέχομαι]], <i>ξεινικὰ νόμαια</i>, σε Ηρόδ.· <i>προσίεμαι τὰ προκεκηρυγμένα</i>, [[δέχομαι]], [[συμφωνώ]] με τις προτάσεις, σε Θουκ.· προσίεμαι [[φάρμακον]], [[λαμβάνω]], [[παίρνω]] [[φάρμακο]], σε Ξεν. <b>γ)</b> [[επιτρέπω]], [[παραδέχομαι]], [[επιδοκιμάζω]], <i>τὴν προδοσίην</i>, σε Ηρόδ.· [[οὐδαμῇ]] προσίενται οἱ θεοὶ τὸν πόλεμον, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., [[αναλαμβάνω]], [[τολμώ]] να πράξω, στον ίδ.· επίσης, [[παραδέχομαι]] ότι, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> με αιτ. προσ., [[προσελκύω]], [[κερδίζω]], [[ευαρεστώ]], <i>οὐδὲν προσίετό μιν</i>, [[τίποτα]] δεν τον πείθει ή δεν τον ευχαριστεί, σε Ηρόδ.· <i>ἓν δ' οὐ δύναταί με προσέσθαι</i>, στον ίδ. | |||
}} | }} |