πυροφόρος: Difference between revisions

6
(35)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-α, -ο / [[πυροφόρος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[πυρφόρος]] (Ι).———————— <b>(II)</b><br />-ον, ΜΑ, και [[πυρηφόρος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> (για χώρες ή εδαφικές εκτάσεις) αυτός που παράγει [[σιτάρι]], [[σιτοφόρος]], [[σιτοπαραγωγός]] («ἀρούρης πυροφόροιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>),<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀὴρ [[πυροφόρος]]» — [[αέρας]] που συντελεί στην [[αύξηση]] του σιταριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρός]] «[[σίτος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>γαλακτο</i>-[[φόρος]], <i>σιτο</i>-[[φόρος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-α, -ο / [[πυροφόρος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[πυρφόρος]] (Ι).———————— <b>(II)</b><br />-ον, ΜΑ, και [[πυρηφόρος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> (για χώρες ή εδαφικές εκτάσεις) αυτός που παράγει [[σιτάρι]], [[σιτοφόρος]], [[σιτοπαραγωγός]] («ἀρούρης πυροφόροιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>),<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀὴρ [[πυροφόρος]]» — [[αέρας]] που συντελεί στην [[αύξηση]] του σιταριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρός]] «[[σίτος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>γαλακτο</i>-[[φόρος]], <i>σιτο</i>-[[φόρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πῡροφόρος:''' -ον ([[πυρός]], [[φέρω]]), αυτός που φέρει, παράγει [[σιτάρι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
}}
}}