3,274,917
edits
(6_13a) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Σκῠθίζω''': μέλλ. -ίσω, φέρομαι ὡς [[Σκύθης]]· δηλ.,1) [[πίνω]] ἀμέτρως, Ἱερώνυμ. Ρόδ. παρ’ Ἀθην. 499F· πρβλ. [[ἐπισκυθίζω]]. 2) ἐκ τῆς συνηθείας τῶν Σκυθῶν τοῦ νὰ ἀποσπῶσι τὸ δέρμα ἐκ τῶν κεφαλῶν τῶν ἐχθρῶν (Ἡρόδ. 4. 64), κατήντησε νὰ σημαίνῃ [[ξυρίζω]] τὴν κεφαλήν, ἐσκυθισμένος ξυρῷ Εὐρ. Ἠλ. 241· οὕτω, [χαίτην] ἐσκύθιξε, ἔκειρεν αὐτὴν μὲχρι τοῦ δέρματος εἰς [[σημεῖον]] πένθους, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 970. 8· πρβλ. [[ἀποσκυθίζω]], [[χειρόμακτρον]]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 44. | |lstext='''Σκῠθίζω''': μέλλ. -ίσω, φέρομαι ὡς [[Σκύθης]]· δηλ.,1) [[πίνω]] ἀμέτρως, Ἱερώνυμ. Ρόδ. παρ’ Ἀθην. 499F· πρβλ. [[ἐπισκυθίζω]]. 2) ἐκ τῆς συνηθείας τῶν Σκυθῶν τοῦ νὰ ἀποσπῶσι τὸ δέρμα ἐκ τῶν κεφαλῶν τῶν ἐχθρῶν (Ἡρόδ. 4. 64), κατήντησε νὰ σημαίνῃ [[ξυρίζω]] τὴν κεφαλήν, ἐσκυθισμένος ξυρῷ Εὐρ. Ἠλ. 241· οὕτω, [χαίτην] ἐσκύθιξε, ἔκειρεν αὐτὴν μὲχρι τοῦ δέρματος εἰς [[σημεῖον]] πένθους, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 970. 8· πρβλ. [[ἀποσκυθίζω]], [[χειρόμακτρον]]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 44. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Σκῠθίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[συμπεριφέρομαι]] ως [[Σκύθης]], [[μιμούμαι]] τα ήθη των Σκυθών· απ' όπου, λόγω της συνήθους πρακτικής των Σκυθών να αφαιρούν το [[δέρμα]] του κεφαλιού των σκοτωμένων εχθρών τους, κατέληξε να σημαίνει, [[ξυρίζω]] το [[κεφάλι]] μου· <i>ἐσκυθισμένος ξυρῷ</i>, σε Ευρ. | |||
}} | }} |