σεσαρώς: Difference between revisions

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
(6_6)
 
(6)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σεσᾱρώς''': Δωρ. ἀντὶ σεσηρώς, Ἐπικ. θηλ. σεσᾰρυῖα (ὡς τὸ ἀρᾰρυῖα).
|lstext='''σεσᾱρώς''': Δωρ. ἀντὶ σεσηρώς, Ἐπικ. θηλ. σεσᾰρυῖα (ὡς τὸ ἀρᾰρυῖα).
}}
{{lsm
|lsmtext='''σεσᾱρώς:''' Δωρ. αντί <i>σεσηρώ</i>, Επικ. θηλ. <i>σεσᾰρυῖα</i>.
}}
}}

Revision as of 01:40, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

σεσᾱρώς: Δωρ. ἀντὶ σεσηρώς, Ἐπικ. θηλ. σεσᾰρυῖα (ὡς τὸ ἀρᾰρυῖα).

Greek Monotonic

σεσᾱρώς: Δωρ. αντί σεσηρώ, Επικ. θηλ. σεσᾰρυῖα.