στέλεχος: Difference between revisions

6
(38)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ και [[στέλεχος]], ὁ, Α<br />[[βλαστός]] δέντρου ή φυτού («δρυὸς ἐν στελέχει», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το κύριο [[σώμα]] ενός πράγματος, ο [[κορμός]] του, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα τμήματά του<br /><b>2.</b> το βασικό [[μέρος]] διπλότυπου βιβλίου αποδείξεων πληρωμών, εισιτηρίων, λαχείων κ.ά., το οποίο απομένει στον εκδότη<br /><b>3.</b> <b>τεχνολ.</b> α) ξύλινη ή μεταλλική [[ράβδος]] που αποτελεί [[λαβή]] εργαλείου ή μοχλό μηχανής ή [[άλλο]] [[μέρος]] της<br />β) (ειδικά) ο [[στειλεός]], το [[στειλιάρι]]<br /><b>4.</b> <b>στρατ.</b> [[κάθε]] [[αξιωματικός]], [[εκτός]] από τον διοικητή, ή [[υπαξιωματικός]] μιας στρατιωτικής μονάδας ή υπηρεσίας<br /><b>5.</b> ενεργό και σημαντικό [[μέλος]] πολιτικού [[κόμματος]], οργάνωσης, υπηρεσίας ή επιχείρησης (α. «πολιτικό [[στέλεχος]]» β. «ηγετικό [[στέλεχος]]»)<br /><b>6.</b> <b>ανατ.</b> ο [[κύριος]] [[κορμός]] νεύρων ή αγγείων από τον οποίο αυτά διακλαδίζονται<br /><b>7.</b> <b>(μικρβλ.)</b> α) καθαρή [[καλλιέργεια]] ενός είδους μικροβίου που προέρχεται από έναν και μόνο αρχικό κλώνο, ο [[οποίος]] διαφέρει από τους άλλους του ίδιου είδους σε ορισμένους φυσιολογικούς χαρακτήρες<br />β) [[σύνολο]] κυττάρων ή ιών που προέρχονται από τον ίδιο κλώνο και εμφανίζουν τα τυπικά χαρακτηριστικά του αρχικού βακτηρίου ή ιού<br /><b>8.</b> <b>ζωοτ.</b> σχετικά ομογενές [[σύνολο]] ζώων τα οποία μπορούν να χαρακτηριστούν από ένα ορισμένο επίπεδο αποδόσεων<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «[[κύτταρο]] [[στέλεχος]]»<br /><b>(γενετ.)</b> προγονικό [[κύτταρο]] το οποίο δίνει [[γένεση]] σε μια κυτταρική [[γενιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κορυφή]] ή η [[στεφάνη]] της ρίζας δένδρου από την οποία αρχίζει ο [[βλαστός]]<br /><b>2.</b> [[κομμάτι]] ξύλου κομμένου από κορμό δέντρου<br /><b>3.</b> [[κοίλος]] [[κορμός]] δέντρου («εἰσδυόμενος εἰς τὰ στελέχη», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[ανόητος]] και [[άξεστος]] [[άνθρωπος]], [[κούτσουρο]], [[στειλιάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>στέλε</i>-<i>χος</i> έχει σχηματιστεί από το θ. τών [[στελεά]] / [[στελεός]], με εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>χος</i> (<b>πρβλ.</b> [[σέλα]]-<i>χος</i>, <i>τέμα</i>-<i>χος</i>). Η [[αναγωγή]] τών τ. στη [[ρίζα]] <i>stel</i>- του [[στέλλω]], αν και τολμηρή, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί (<b>βλ.</b> και λ. [[στελεά]])].
|mltxt=το, ΝΜΑ και [[στέλεχος]], ὁ, Α<br />[[βλαστός]] δέντρου ή φυτού («δρυὸς ἐν στελέχει», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το κύριο [[σώμα]] ενός πράγματος, ο [[κορμός]] του, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα τμήματά του<br /><b>2.</b> το βασικό [[μέρος]] διπλότυπου βιβλίου αποδείξεων πληρωμών, εισιτηρίων, λαχείων κ.ά., το οποίο απομένει στον εκδότη<br /><b>3.</b> <b>τεχνολ.</b> α) ξύλινη ή μεταλλική [[ράβδος]] που αποτελεί [[λαβή]] εργαλείου ή μοχλό μηχανής ή [[άλλο]] [[μέρος]] της<br />β) (ειδικά) ο [[στειλεός]], το [[στειλιάρι]]<br /><b>4.</b> <b>στρατ.</b> [[κάθε]] [[αξιωματικός]], [[εκτός]] από τον διοικητή, ή [[υπαξιωματικός]] μιας στρατιωτικής μονάδας ή υπηρεσίας<br /><b>5.</b> ενεργό και σημαντικό [[μέλος]] πολιτικού [[κόμματος]], οργάνωσης, υπηρεσίας ή επιχείρησης (α. «πολιτικό [[στέλεχος]]» β. «ηγετικό [[στέλεχος]]»)<br /><b>6.</b> <b>ανατ.</b> ο [[κύριος]] [[κορμός]] νεύρων ή αγγείων από τον οποίο αυτά διακλαδίζονται<br /><b>7.</b> <b>(μικρβλ.)</b> α) καθαρή [[καλλιέργεια]] ενός είδους μικροβίου που προέρχεται από έναν και μόνο αρχικό κλώνο, ο [[οποίος]] διαφέρει από τους άλλους του ίδιου είδους σε ορισμένους φυσιολογικούς χαρακτήρες<br />β) [[σύνολο]] κυττάρων ή ιών που προέρχονται από τον ίδιο κλώνο και εμφανίζουν τα τυπικά χαρακτηριστικά του αρχικού βακτηρίου ή ιού<br /><b>8.</b> <b>ζωοτ.</b> σχετικά ομογενές [[σύνολο]] ζώων τα οποία μπορούν να χαρακτηριστούν από ένα ορισμένο επίπεδο αποδόσεων<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «[[κύτταρο]] [[στέλεχος]]»<br /><b>(γενετ.)</b> προγονικό [[κύτταρο]] το οποίο δίνει [[γένεση]] σε μια κυτταρική [[γενιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κορυφή]] ή η [[στεφάνη]] της ρίζας δένδρου από την οποία αρχίζει ο [[βλαστός]]<br /><b>2.</b> [[κομμάτι]] ξύλου κομμένου από κορμό δέντρου<br /><b>3.</b> [[κοίλος]] [[κορμός]] δέντρου («εἰσδυόμενος εἰς τὰ στελέχη», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[ανόητος]] και [[άξεστος]] [[άνθρωπος]], [[κούτσουρο]], [[στειλιάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>στέλε</i>-<i>χος</i> έχει σχηματιστεί από το θ. τών [[στελεά]] / [[στελεός]], με εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>χος</i> (<b>πρβλ.</b> [[σέλα]]-<i>χος</i>, <i>τέμα</i>-<i>χος</i>). Η [[αναγωγή]] τών τ. στη [[ρίζα]] <i>stel</i>- του [[στέλλω]], αν και τολμηρή, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί (<b>βλ.</b> και λ. [[στελεά]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στέλεχος:''' τό ([[στέλλω]]), [[στεφάνη]], [[κορυφή]] ρίζας, από όπου αρχίζει να φύεται ο [[κορμός]], [[καυλός]], [[κοτσάνι]], [[μίσχος]], Λατ. [[codex]], σε Πίνδ., Δημ
}}
}}