συναγωνίζομαι: Difference between revisions

6
(39)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυναγωνίζομαι Α<br /><b>1.</b> [[αγωνίζομαι]] [[μαζί]] με κάποιον ως [[σύμμαχος]] ή [[βοηθός]] («τοῑς θεοῑς συνηγωνίσατο τὸν τοὺς [[γίγαντας]] πόλεμον», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αμιλλώμαι]] με κάποιον για την [[επιδίωξη]] κοινού ή παρεμφερούς σκοπού (α. «οι αθλητές θα συναγωνιστούν για την [[κατάκτηση]] του μεταλλίου» β. «τίς γὰρ οὐκ ἂν συναγωνίσαιτο ἔτι τῇ μεγαλοψυχίᾳ τοῡ ἀνδρός;», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[εφάμιλλος]] με κάποιον, έχω την [[ίδια]] [[απόδοση]] με άλλον («αυτός [[παιδί]] μου συναγωνίζεται τους [[μαιτρ]] του είδους»)<br /><b>2.</b> βρίσκομαι σε ανταγωνισμό, [[ανταγωνίζομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βοηθώ]] («[[ὥσπερ]] δὲ Ἀθηναίους εἵλεσθε, τούτους ξυναγωνίζεσθε, καὶ μὴ προφέρετε τὴν [[τότε]] γενομένην ξυνωμοσίαν ὡς χρὴ ἀπ' αὐτῆς νῡν σώζεσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υποστηρίζω]] («οὐδεὶς ἐστὶν [[ὅστις]] ἐμοὶ τῶν λεγόντων συναγωνίζεται», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συνηγορώ]]<br /><b>4.</b> [[μάχομαι]] από το ίδιο [[μέρος]]<br /><b>5.</b> (για τον χορό του δράματος) [[αγωνίζομαι]] με τους υποκριτές, [[παίρνω]] [[μέρος]] στη [[δράση]].
|mltxt=ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυναγωνίζομαι Α<br /><b>1.</b> [[αγωνίζομαι]] [[μαζί]] με κάποιον ως [[σύμμαχος]] ή [[βοηθός]] («τοῑς θεοῑς συνηγωνίσατο τὸν τοὺς [[γίγαντας]] πόλεμον», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αμιλλώμαι]] με κάποιον για την [[επιδίωξη]] κοινού ή παρεμφερούς σκοπού (α. «οι αθλητές θα συναγωνιστούν για την [[κατάκτηση]] του μεταλλίου» β. «τίς γὰρ οὐκ ἂν συναγωνίσαιτο ἔτι τῇ μεγαλοψυχίᾳ τοῡ ἀνδρός;», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[εφάμιλλος]] με κάποιον, έχω την [[ίδια]] [[απόδοση]] με άλλον («αυτός [[παιδί]] μου συναγωνίζεται τους [[μαιτρ]] του είδους»)<br /><b>2.</b> βρίσκομαι σε ανταγωνισμό, [[ανταγωνίζομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βοηθώ]] («[[ὥσπερ]] δὲ Ἀθηναίους εἵλεσθε, τούτους ξυναγωνίζεσθε, καὶ μὴ προφέρετε τὴν [[τότε]] γενομένην ξυνωμοσίαν ὡς χρὴ ἀπ' αὐτῆς νῡν σώζεσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υποστηρίζω]] («οὐδεὶς ἐστὶν [[ὅστις]] ἐμοὶ τῶν λεγόντων συναγωνίζεται», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συνηγορώ]]<br /><b>4.</b> [[μάχομαι]] από το ίδιο [[μέρος]]<br /><b>5.</b> (για τον χορό του δράματος) [[αγωνίζομαι]] με τους υποκριτές, [[παίρνω]] [[μέρος]] στη [[δράση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνᾰγωνίζομαι:''' Αττ. μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ.·<br /><b class="num">1.</b> [[αγωνίζομαι]] από κοινού με κάποιον, [[αγωνίζομαι]] μαζί του βοηθώντάς τον, [[συμπολεμώ]], <i>τινι</i>, σε Θουκ. κ.λπ.· γενικά, <i>ξυναγωνίζομαί τινι</i>, [[συμμερίζομαι]] την [[τύχη]] κάποιου, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[βοηθώ]], [[υποστηρίζω]], <i>τινι</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[μάχομαι]] στην [[ίδια]] [[πλευρά]], σε Θουκ.
}}
}}