Anonymous

συναναμίγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 19: Line 19:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ, και [[συναναμείγνυμι]] Α [[ἀναμ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγνυμι]]<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]], [[ανακατεύω]] κάποιον ή [[κάτι]] με άλλους ή με άλλα («[[Ξενοφῶν]] καί τινας ἰδιώτας συνανέμειξε», Α<br />θήν.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συναναμίγνυμαι</i><br />α) (<b>για πρόσ.</b>) έχω [[επικοινωνία]], έχω σχέσεις («μὴ συναναμίγνυσθαι πόρνοις», ΚΔ)<br />β) συντάσσομαι, [[προσχωρώ]]<br />γ) ανακατεύομαι σε διάφορες υποθέσεις<br />δ) (<b>για πράγμ.</b>) [[είμαι]] ανακατεμένος, συγχέομαι με άλλα.
|mltxt=ΜΑ, και [[συναναμείγνυμι]] Α [[ἀναμ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγνυμι]]<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]], [[ανακατεύω]] κάποιον ή [[κάτι]] με άλλους ή με άλλα («[[Ξενοφῶν]] καί τινας ἰδιώτας συνανέμειξε», Α<br />θήν.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συναναμίγνυμαι</i><br />α) (<b>για πρόσ.</b>) έχω [[επικοινωνία]], έχω σχέσεις («μὴ συναναμίγνυσθαι πόρνοις», ΚΔ)<br />β) συντάσσομαι, [[προσχωρώ]]<br />γ) ανακατεύομαι σε διάφορες υποθέσεις<br />δ) (<b>για πράγμ.</b>) [[είμαι]] ανακατεμένος, συγχέομαι με άλλα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συναναμίγνῡμι:''' μέλ. -[[μίξω]], [[αναμειγνύω]] μαζί, [[συγχωνεύω]] — Παθ., σχετίζομαι με άλλους, με δοτ., σε Λουκ.
}}
}}