συνεκτρέχω: Difference between revisions

6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[εξέρχομαι]], [[εξορμώ]] [[μαζί]] ή συγχρόνως με κάποιον<br /><b>2.</b> (για [[φυτό]]) [[βλαστάνω]] συγχρόνως<br /><b>3.</b> [[συμπράττω]] («ἰδών ποτ' αἰσχρὸν πρᾱγμα μὴ συνεκδράμῃς», Μέν.)<br /><b>4.</b> <b>αστρολ.</b> βρίσκομαι σε [[συζυγία]]<br /><b>5.</b> [[συμπίπτω]], [[συμφωνώ]] («τῇ ἀκολουθίᾳ πως τοῡ λόγου συνεξέδραμεν», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>6.</b> έχω αίσια [[έκβαση]], [[ευτυχώ]] («ὧν οὐδὲν αὐτῷ συνεξέδραμε τοιαύταις ἀτυχίαις παλαίοντι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>7.</b> έχω το ίδιο [[μήκος]] με κάποιον<br /><b>8.</b> έχω την [[ίδια]] [[κατάληξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκτρέχω]] «[[βγαίνω]] τρέχοντας, [[εξορμώ]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[εξέρχομαι]], [[εξορμώ]] [[μαζί]] ή συγχρόνως με κάποιον<br /><b>2.</b> (για [[φυτό]]) [[βλαστάνω]] συγχρόνως<br /><b>3.</b> [[συμπράττω]] («ἰδών ποτ' αἰσχρὸν πρᾱγμα μὴ συνεκδράμῃς», Μέν.)<br /><b>4.</b> <b>αστρολ.</b> βρίσκομαι σε [[συζυγία]]<br /><b>5.</b> [[συμπίπτω]], [[συμφωνώ]] («τῇ ἀκολουθίᾳ πως τοῡ λόγου συνεξέδραμεν», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>6.</b> έχω αίσια [[έκβαση]], [[ευτυχώ]] («ὧν οὐδὲν αὐτῷ συνεξέδραμε τοιαύταις ἀτυχίαις παλαίοντι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>7.</b> έχω το ίδιο [[μήκος]] με κάποιον<br /><b>8.</b> έχω την [[ίδια]] [[κατάληξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκτρέχω]] «[[βγαίνω]] τρέχοντας, [[εξορμώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεκτρέχω:''' μέλ. <i>-δρᾰμοῦμαι</i>, [[πραγματοποιώ]] έφοδο, [[επιχειρώ]] [[έξοδο]] από κοινού με, σε Ξεν.
}}
}}