τετάρπετο: Difference between revisions

6
(Autenrieth)
(6)
Line 15: Line 15:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[τέρπω]].
|auten=see [[τέρπω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τετάρπετο:''' γʹ ενικ. με αναδιπλ. Παθ. αορ. βʹ του [[τέρπω]]· τεταρπώμεσθα, αʹ πληθ. υποτ. τεταρπόμενος, μτχ.
}}
}}