ὑπερέρχομαι: Difference between revisions

6
(43)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>(αποθ.)</b><br /><b>1.</b> [[περνώ]] από [[πάνω]] («[[μέχρι]] ὑπερῆλθον τὰς πηγὰς τοῡ Τίγρητος ποταμοῡ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ξεπερνώ]] [[αρρώστια]], [[επιζώ]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[υπερέχω]], [[υπερτερώ]].
|mltxt=Α<br /><b>(αποθ.)</b><br /><b>1.</b> [[περνώ]] από [[πάνω]] («[[μέχρι]] ὑπερῆλθον τὰς πηγὰς τοῡ Τίγρητος ποταμοῡ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ξεπερνώ]] [[αρρώστια]], [[επιζώ]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[υπερέχω]], [[υπερτερώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερέρχομαι:''' αποθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ.·<br /><b class="num">I.</b> περνώ πάνω από ένα [[ποτάμι]], με αιτ., σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[υπερέχω]], [[εξέχω]], [[υπερτερώ]], σε Πίνδ.
}}
}}