ὑποκρούω: Difference between revisions

6
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑποκρούω]] ΝΑ [[κρούω]]<br />[[κρούω]] [[ελαφρά]] τις χορδές μουσικού οργάνου για [[συνοδεία]] τραγουδιού ή απαγγελίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] [[ελαφρά]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) (με αιτ.) [[διακόπτω]] («[[ὑποκρούω]] τοὺς ῥήτορας<br />τὸ [[μεταξύ]] λεγόντων αὐτῶν ἀντιφθεγγόμενον ἐμποδίζειν», <b>Ησύχ.</b>)<br />β) (ειδικά) [[διακόπτω]] κάποιον που μιλά και [[παίρνω]] τον λόγο<br />γ) συνουσιάζομαι<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑποκρούομαι</i><br />επιτίθεμαι.
|mltxt=[[ὑποκρούω]] ΝΑ [[κρούω]]<br />[[κρούω]] [[ελαφρά]] τις χορδές μουσικού οργάνου για [[συνοδεία]] τραγουδιού ή απαγγελίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] [[ελαφρά]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) (με αιτ.) [[διακόπτω]] («[[ὑποκρούω]] τοὺς ῥήτορας<br />τὸ [[μεταξύ]] λεγόντων αὐτῶν ἀντιφθεγγόμενον ἐμποδίζειν», <b>Ησύχ.</b>)<br />β) (ειδικά) [[διακόπτω]] κάποιον που μιλά και [[παίρνω]] τον λόγο<br />γ) συνουσιάζομαι<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑποκρούομαι</i><br />επιτίθεμαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποκρούω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[χτυπώ]] [[ελαφρά]], σε Ανθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[νικώ]], [[δαμάζω]] τον χρόνο, [[δίνω]] τον χρόνο, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[επεμβαίνω]], [[διακόπτω]], με αιτ., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III.</b> σε Μέσ., [[βρίσκω]] ελλείψεις σε κάποιον, [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι, στον ίδ.
}}
}}