ὑψηχής: Difference between revisions

6
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> (για τα άλογα της Ήρας) αυτός που χλιμιντρίζει [[δυνατά]] με τεντωμένη την [[κεφαλή]] [[προς]] τα [[πάνω]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑψηχές</i><br /><b>μτφ.</b> η [[ιδιότητα]] του υψηλόφωνου, του μεγαλόφωνου («τὸ ύψηχές τῶν λόγων», Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ηχής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἠχή</i> «[[ήχος]], [[θόρυβος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>ηχής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> (για τα άλογα της Ήρας) αυτός που χλιμιντρίζει [[δυνατά]] με τεντωμένη την [[κεφαλή]] [[προς]] τα [[πάνω]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑψηχές</i><br /><b>μτφ.</b> η [[ιδιότητα]] του υψηλόφωνου, του μεγαλόφωνου («τὸ ύψηχές τῶν λόγων», Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ηχής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἠχή</i> «[[ήχος]], [[θόρυβος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>ηχής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑψηχής:''' -ές, ([[ἦχος]]), γεν. <i>-έος</i>, αυτός που ηχεί, ακούγεται στα ύψη, <i>ἵπποι ὑψηχέες</i>, που χρεμετίζουν, χλιμιντρίζουν [[δυνατά]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}