φιλοχρήματος: Difference between revisions

6
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φιλοχρήματος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που αγαπά [[πάρα]] πολύ το [[χρήμα]], [[φιλάργυρος]], [[παραδόπιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλοχρήματον</i><br />η [[φιλοχρηματία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φιλοχρημάτως</i> Α<br /><b>1.</b> με [[φιλοχρηματία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «φιλοχρημάτως ἔχω» — [[είμαι]] [[φιλοχρήματος]] <b>(Ισοκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρήματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρῆμα]], <i>χρήματος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>χρήματος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[φιλοχρήματος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που αγαπά [[πάρα]] πολύ το [[χρήμα]], [[φιλάργυρος]], [[παραδόπιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλοχρήματον</i><br />η [[φιλοχρηματία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φιλοχρημάτως</i> Α<br /><b>1.</b> με [[φιλοχρηματία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «φιλοχρημάτως ἔχω» — [[είμαι]] [[φιλοχρήματος]] <b>(Ισοκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρήματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρῆμα]], <i>χρήματος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>χρήματος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοχρήμᾰτος:''' -ον ([[χρῆμα]]), αυτός που αγαπά τα χρήματα, αυτός που του αρέσουν τα χρήματα, σε Πλάτ. κ.λπ.· <i>τὸ φιλοχρήματον</i>, = [[φιλοχρηματία]], στον ίδ.· υπερθ. <i>-ώτατος</i>, σε Διόδ.· επίρρ., [[φιλοχρημάτως]] ἔχειν, = <i>φιλοχρηματεῖν</i>, σε Ισοκρ.
}}
}}