φονικός: Difference between revisions

6
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φονικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[φόνος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φόνο ή στον φονιά<br /><b>2.</b> αυτός που επιφέρει θάνατο (α. «φονικό όπλο» β. «φονικὸν [[φάρμακον]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως ουσ., στην αρχ. στον πληθ.) <i>το φονικό</i> και <i>τὰ φονικά</i><br />ο [[φόνος]], οι φόνοι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιρρεπής]] σε δολοφονίες, [[αιμοχαρής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[διάθεση]] για [[διάπραξη]] φόνου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φονικώς]] / <i>φονικῶς</i>, ΝΑ, και <i>φονικά</i> Ν<br />με φονικό τρόπο, με φόνο, με σκοτωμό.
|mltxt=-ή, -ό / [[φονικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[φόνος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φόνο ή στον φονιά<br /><b>2.</b> αυτός που επιφέρει θάνατο (α. «φονικό όπλο» β. «φονικὸν [[φάρμακον]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως ουσ., στην αρχ. στον πληθ.) <i>το φονικό</i> και <i>τὰ φονικά</i><br />ο [[φόνος]], οι φόνοι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιρρεπής]] σε δολοφονίες, [[αιμοχαρής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[διάθεση]] για [[διάπραξη]] φόνου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φονικώς]] / <i>φονικῶς</i>, ΝΑ, και <i>φονικά</i> Ν<br />με φονικό τρόπο, με φόνο, με σκοτωμό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''φονικός:''' -ή, -όν ([[φόνος]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ρέπει στο φόνο, [[δολοφονικός]], [[αιμοβόρος]], [[αιμοδιψής]], σε Θουκ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ανήκει σε φόνο ή σε [[ανθρωποκτονία]], σε Δημ.· <i>τὰ φονικά</i>, δολοφονικές πράξεις, φόνοι, ανθρωποκτονίες, σε Ισοκρ.
}}
}}