3,277,172
edits
(46) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ους, το, ΝΑ, και επικ. τ. γεν. χάεος Α<br /><b>1.</b> <b>μυθ.</b> α) (στην [[κοσμογονία]] του <b>Ησιόδ.</b>) το πρώτο από τα [[τέσσερα]] αρχέγονα στοιχεία που δημιούργησαν τον κόσμο και από το οποίο ξεπήδησαν το Έρεβος και η Νυξ, ο Έρως και οι Μοίρες<br />β) ([[κατά]] τον <b>Αριστοτ.</b>) [[ένας]] [[κενός]] [[χώρος]] [[πάνω]] από την γη<br />γ) ([[κατά]] τους Στωικ.) το [[νερό]]<br />δ) ([[κατά]] την ορφ. [[κοσμογονία]]) η δεύτερη [[αρχή]] που διέπει τον κόσμο [[μετά]] τον Χρόνο<br />ε) ([[κατά]] τον Οβίδιο) αρχική [[κατάσταση]] και άμορφη [[μάζα]] από την οποία προήλθε η ταξινομημένη [[μορφή]] του Σύμπαντος<br /><b>2.</b> η [[κατάσταση]] του Σύμπαντος [[πριν]] από τη [[δημιουργία]] του κόσμου, το πρώτο [[στοιχείο]] της κοσμογονίας<br /><b>3.</b> το [[άπειρο]] [[διάστημα]], το αχανές, το [[άπειρο]] [[κενό]]<br /><b>4.</b> βαθύτατο [[χάσμα]] γης, [[βάραθρο]], [[άβυσσος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[μεγάλη]] [[σύγχυση]], [[μεγάλη]] [[ακαταστασία]], [[αναστάτωση]] (α. «[[μετά]] τις αλλεπάλληλες απεργίες, επικρατεί [[χάος]] στις δημόσιες υπηρεσίες» β. «το δωμάτιό του [[είναι]] σκέτο [[χάος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[θεωρία]] χάους και καταστροφής»<br /><b>(οικον.)</b> μαθηματική [[θεωρία]] η οποία αποδίδει τις απότομες και αναπάντεχες μεταβολές της συμπεριφοράς ενός συστήματος σε ενδογενείς παράγοντες και σύμφωνα με την οποία οι εξωγενείς παράγοντες, όπως ο [[πόλεμος]], οι πολιτικές αποφάσεις κ.ά., εφόσον συντρέξουν, μπορεί, [[απλώς]], να επιτείνουν μια ενδογενώς δημιουργηθείσα [[ανισορροπία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο περιβάλλων [[χώρος]], η [[ατμόσφαιρα]]<br /><b>2.</b> ο [[άπειρος]] [[χρόνος]]<br /><b>3.</b> (συν. [[μαζί]] με τις λέξεις <i>ἔρεβος</i> και [[ὄρφνη]]) το [[άπειρο]] [[σκοτάδι]]<br /><b>4.</b> (γενικά) το [[σκότος]]<br /><b>5.</b> [[τάφος]]<br /><b>6.</b> (στην [[ποίηση]]) τα ανοιχτά σαγόνια ενός κροκοδείλου<br /><b>7.</b> (στους Πυθαγορείους) [[ονομασία]] του αριθμού ένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[χάος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χαF</i>-<i>ος</i>) ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>ĝh</i><i>ә</i><i>u</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ĝh</i><i>ē</i><i>u</i>- «[[χάσκω]], [[χασμουριέμαι]]» και συνδέεται με μια [[σειρά]] γερμ. και σλαβ. τ. με σημ. «[[ουρανίσκος]]», όπως τα: αρχ. άνω γερμ. <i>guomo</i>, <i>goumo</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ τ. <i>gh</i><i>ә</i><i>u</i>-<i>men</i>, που θα αντιστοιχούσε πιθ. σε έναν ελλ. τ. <i>χαυμών</i>), λιθουαν. <i>gomurỹs</i>, γερμ. <i>Gaumen</i>. Ανεπιβεβαίωτη, [[ωστόσο]], παραμένει η [[αναγωγή]] της λ. στην [[ρίζα]] <i>ghĕ</i>- τών ρ. [[χαίνω]] και [[χάσκω]], που υποστηρίζεται ήδη από [[παλιά]]. Την ετυμολόγησή της λ., [[τέλος]], δυσχεραίνει [[κυρίως]] η σημασιολογική της [[ασάφεια]]. Ως [[προς]] την αρχική της σημ., έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις, όπως: «το [[άπειρο]] [[κενό]]», «[[χάσμα]], [[βάραθρο]]», «[[κενός]] [[χώρος]]», «ο [[ατμός]], η [[ομίχλη]] ως πρώτο [[στοιχείο]] της κοσμογονίας»]. | |mltxt=-ους, το, ΝΑ, και επικ. τ. γεν. χάεος Α<br /><b>1.</b> <b>μυθ.</b> α) (στην [[κοσμογονία]] του <b>Ησιόδ.</b>) το πρώτο από τα [[τέσσερα]] αρχέγονα στοιχεία που δημιούργησαν τον κόσμο και από το οποίο ξεπήδησαν το Έρεβος και η Νυξ, ο Έρως και οι Μοίρες<br />β) ([[κατά]] τον <b>Αριστοτ.</b>) [[ένας]] [[κενός]] [[χώρος]] [[πάνω]] από την γη<br />γ) ([[κατά]] τους Στωικ.) το [[νερό]]<br />δ) ([[κατά]] την ορφ. [[κοσμογονία]]) η δεύτερη [[αρχή]] που διέπει τον κόσμο [[μετά]] τον Χρόνο<br />ε) ([[κατά]] τον Οβίδιο) αρχική [[κατάσταση]] και άμορφη [[μάζα]] από την οποία προήλθε η ταξινομημένη [[μορφή]] του Σύμπαντος<br /><b>2.</b> η [[κατάσταση]] του Σύμπαντος [[πριν]] από τη [[δημιουργία]] του κόσμου, το πρώτο [[στοιχείο]] της κοσμογονίας<br /><b>3.</b> το [[άπειρο]] [[διάστημα]], το αχανές, το [[άπειρο]] [[κενό]]<br /><b>4.</b> βαθύτατο [[χάσμα]] γης, [[βάραθρο]], [[άβυσσος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[μεγάλη]] [[σύγχυση]], [[μεγάλη]] [[ακαταστασία]], [[αναστάτωση]] (α. «[[μετά]] τις αλλεπάλληλες απεργίες, επικρατεί [[χάος]] στις δημόσιες υπηρεσίες» β. «το δωμάτιό του [[είναι]] σκέτο [[χάος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[θεωρία]] χάους και καταστροφής»<br /><b>(οικον.)</b> μαθηματική [[θεωρία]] η οποία αποδίδει τις απότομες και αναπάντεχες μεταβολές της συμπεριφοράς ενός συστήματος σε ενδογενείς παράγοντες και σύμφωνα με την οποία οι εξωγενείς παράγοντες, όπως ο [[πόλεμος]], οι πολιτικές αποφάσεις κ.ά., εφόσον συντρέξουν, μπορεί, [[απλώς]], να επιτείνουν μια ενδογενώς δημιουργηθείσα [[ανισορροπία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο περιβάλλων [[χώρος]], η [[ατμόσφαιρα]]<br /><b>2.</b> ο [[άπειρος]] [[χρόνος]]<br /><b>3.</b> (συν. [[μαζί]] με τις λέξεις <i>ἔρεβος</i> και [[ὄρφνη]]) το [[άπειρο]] [[σκοτάδι]]<br /><b>4.</b> (γενικά) το [[σκότος]]<br /><b>5.</b> [[τάφος]]<br /><b>6.</b> (στην [[ποίηση]]) τα ανοιχτά σαγόνια ενός κροκοδείλου<br /><b>7.</b> (στους Πυθαγορείους) [[ονομασία]] του αριθμού ένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[χάος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χαF</i>-<i>ος</i>) ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>ĝh</i><i>ә</i><i>u</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ĝh</i><i>ē</i><i>u</i>- «[[χάσκω]], [[χασμουριέμαι]]» και συνδέεται με μια [[σειρά]] γερμ. και σλαβ. τ. με σημ. «[[ουρανίσκος]]», όπως τα: αρχ. άνω γερμ. <i>guomo</i>, <i>goumo</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ τ. <i>gh</i><i>ә</i><i>u</i>-<i>men</i>, που θα αντιστοιχούσε πιθ. σε έναν ελλ. τ. <i>χαυμών</i>), λιθουαν. <i>gomurỹs</i>, γερμ. <i>Gaumen</i>. Ανεπιβεβαίωτη, [[ωστόσο]], παραμένει η [[αναγωγή]] της λ. στην [[ρίζα]] <i>ghĕ</i>- τών ρ. [[χαίνω]] και [[χάσκω]], που υποστηρίζεται ήδη από [[παλιά]]. Την ετυμολόγησή της λ., [[τέλος]], δυσχεραίνει [[κυρίως]] η σημασιολογική της [[ασάφεια]]. Ως [[προς]] την αρχική της σημ., έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις, όπως: «το [[άπειρο]] [[κενό]]», «[[χάσμα]], [[βάραθρο]]», «[[κενός]] [[χώρος]]», «ο [[ατμός]], η [[ομίχλη]] ως πρώτο [[στοιχείο]] της κοσμογονίας»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χάος:''' [ᾰ], -εος, Αττ. <i>-ους</i>, τό,<br /><b class="num">1.</b> [[χάος]], η πρώτη [[κατάσταση]] του κόσμου, σε Ησίοδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[άπειρο]] [[διάστημα]], [[ατμόσφαιρα]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[άβυσσος]], [[άπειρο]] [[σκοτάδι]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |