ψώρα: Difference between revisions

211 bytes added ,  31 December 2018
6
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. ψώρη Α<br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> παρασιτική μεταδοτική [[νόσος]] του δέρματος τών ανθρώπων και τών ζώων<br /><b>2.</b> γενική [[ονομασία]] διαφόρων ασθενειών τών [[φυτών]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) ηθικά μολυσμένος ή υπερβολικά [[ενοχλητικός]] [[άνθρωπος]] («δεν λέει να ξεκολλήσει από [[δίπλα]] μας αυτή η [[ψώρα]]»)<br />β) [[ένδεια]], [[φτώχεια]]<br /><b>2.</b> <b>(φυτοπαθ.)</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] για τα έντομα της ομάδας τών κοκκοειδών<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «να ήταν η [[ζήλεια]] [[ψώρα]], θα γέμιζε όλη η [[χώρα]]» — δηλώνει ότι όλοι οι άνθρωποι ζηλεύουν<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «όποιος ξύνει την [[ψώρα]] του άλλου, δροσίζει τη δική του» — όποιος βοηθά τους άλλους, βοηθά και τον εαυτό του<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] εντόμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>ψη</i>- του <i>ψήω</i> / <i>ψῆν</i> «[[τρίβω]]», με [[υγρό]] [[επίθημα]] -<i>ρα</i>].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. ψώρη Α<br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> παρασιτική μεταδοτική [[νόσος]] του δέρματος τών ανθρώπων και τών ζώων<br /><b>2.</b> γενική [[ονομασία]] διαφόρων ασθενειών τών [[φυτών]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) ηθικά μολυσμένος ή υπερβολικά [[ενοχλητικός]] [[άνθρωπος]] («δεν λέει να ξεκολλήσει από [[δίπλα]] μας αυτή η [[ψώρα]]»)<br />β) [[ένδεια]], [[φτώχεια]]<br /><b>2.</b> <b>(φυτοπαθ.)</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] για τα έντομα της ομάδας τών κοκκοειδών<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «να ήταν η [[ζήλεια]] [[ψώρα]], θα γέμιζε όλη η [[χώρα]]» — δηλώνει ότι όλοι οι άνθρωποι ζηλεύουν<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «όποιος ξύνει την [[ψώρα]] του άλλου, δροσίζει τη δική του» — όποιος βοηθά τους άλλους, βοηθά και τον εαυτό του<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] εντόμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>ψη</i>- του <i>ψήω</i> / <i>ψῆν</i> «[[τρίβω]]», με [[υγρό]] [[επίθημα]] -<i>ρα</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ψώρα:''' Ιων. ψώρη, ἡ ([[ψάω]]), η [[ψώρα]] ως [[νόσημα]] της επιδερμίδας, Λατ. [[scabies]], [[impetigo]], [[psora]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
}}
}}