διαβιόω: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαβιόω:''' μέλ. <i>-ώσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-εβίων</i>, απαρ. -[[βιῶναι]]· [[διάγω]], διαιτόμαι, [[διέρχομαι]], <i>χρόνον</i>, <i>βίον</i>, σε Πλάτ. κ.λπ.· απόλ., περνώ ολόκληρη τη [[ζωή]] μου, στον ίδ., σε Ξεν.
|lsmtext='''διαβιόω:''' μέλ. <i>-ώσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-εβίων</i>, απαρ. -[[βιῶναι]]· [[διάγω]], διαιτόμαι, [[διέρχομαι]], <i>χρόνον</i>, <i>βίον</i>, σε Πλάτ. κ.λπ.· απόλ., περνώ ολόκληρη τη [[ζωή]] μου, στον ίδ., σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''διαβιόω:''' (тж. δ. τὸν βίον Isocr., Plat., Plut.)<br /><b class="num">1)</b> проводить время или жизнь, жить (ὡς ὁσιώτατα, [[δικαίως]], ἐν τῇ περὶ Μοῦσαν διατριβῇ Plat.; κακίᾳ λανθανούσῃ Plut.): τι или ποιεῖν τι μελετῶν διαβεβιωκέναι Xen. прожить жизнь в заботах о чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> жить, кормиться ([[ἀπό]] τινος Plut.).
}}
}}