3,274,216
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαβιόω:''' μέλ. <i>-ώσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-εβίων</i>, απαρ. -[[βιῶναι]]· [[διάγω]], διαιτόμαι, [[διέρχομαι]], <i>χρόνον</i>, <i>βίον</i>, σε Πλάτ. κ.λπ.· απόλ., περνώ ολόκληρη τη [[ζωή]] μου, στον ίδ., σε Ξεν. | |lsmtext='''διαβιόω:''' μέλ. <i>-ώσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-εβίων</i>, απαρ. -[[βιῶναι]]· [[διάγω]], διαιτόμαι, [[διέρχομαι]], <i>χρόνον</i>, <i>βίον</i>, σε Πλάτ. κ.λπ.· απόλ., περνώ ολόκληρη τη [[ζωή]] μου, στον ίδ., σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαβιόω:''' (тж. δ. τὸν βίον Isocr., Plat., Plut.)<br /><b class="num">1)</b> проводить время или жизнь, жить (ὡς ὁσιώτατα, [[δικαίως]], ἐν τῇ περὶ Μοῦσαν διατριβῇ Plat.; κακίᾳ λανθανούσῃ Plut.): τι или ποιεῖν τι μελετῶν διαβεβιωκέναι Xen. прожить жизнь в заботах о чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> жить, кормиться ([[ἀπό]] τινος Plut.). | |||
}} | }} |