διαφυγή: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαφῠγή:''' ἡ ([[διαφεύγω]]), [[καταφύγιο]], [[τρόπος]] διαφυγής, [[τρόπος]] απόδρασης, <i>τινος</i>, από ένα [[πράγμα]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''διαφῠγή:''' ἡ ([[διαφεύγω]]), [[καταφύγιο]], [[τρόπος]] διαφυγής, [[τρόπος]] απόδρασης, <i>τινος</i>, από ένα [[πράγμα]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαφῠγή:''' ἡ средство избежать, мера предосторожности (κινδύνου Plat.): οὐχ [[ὁρῶν]] ἑτέραν διαφυγὴν ἐκ τῶν παρόντων Plut. не видя другого выхода из сложившихся обстоятельств.
}}
}}