3,277,172
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταρρᾰκόω:''' [[σχίζω]] σε κουρέλια· μτχ. Παθ. παρακ. <i>κατερρακωμένος</i>, αυτός που είναι ενδεδυμένος με κουρέλια, σε Σοφ. | |lsmtext='''καταρρᾰκόω:''' [[σχίζω]] σε κουρέλια· μτχ. Παθ. παρακ. <i>κατερρακωμένος</i>, αυτός που είναι ενδεδυμένος με κουρέλια, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταρρακόω:''' разрывать в клочья, растерзывать ([[ἄναρθρος]] καὶ κατερρακωμένος Soph.). | |||
}} | }} |