ἐπιτελής: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιτελής:''' -ές ([[τέλος]]), αυτός που έχει οδηγηθεί σε ένα [[τέλος]], [[πλήρης]], [[τέλειος]], [[ολοκληρωμένος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἐπιτελής:''' -ές ([[τέλος]]), αυτός που έχει οδηγηθεί σε ένα [[τέλος]], [[πλήρης]], [[τέλειος]], [[ολοκληρωμένος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτελής:''' <b class="num">1)</b> доведенный до конца, законченный, выполненный: ἐπιτελὲς ποιεῖν τι Her. совершить (закончить) что-л.; ἐπιτελὲς [[γενέσθαι]] Her., Thuc., Plut. быть выполненным;<br /><b class="num">2)</b> исполнившийся (εὐχαί Plat.; ἐπίνοιαι Polyb.).
}}
}}