ἀποληρέω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποληρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[φλυαρώ]] για οποιονδήποτε λόγο ή [[θέμα]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἀποληρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[φλυαρώ]] για οποιονδήποτε λόγο ή [[θέμα]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποληρέω:''' <b class="num">1)</b> говорить вздор Dem.;<br /><b class="num">2)</b> превзойти в пустой болтовне (ἀπολεληρηκέναι τινά Polyb.).
}}
}}