ὠκυμάχος: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠκυμάχος:''' -ον ([[μάχομαι]]), αυτός που μάχεται [[γρήγορα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ὠκυμάχος:''' -ον ([[μάχομαι]]), αυτός που μάχεται [[γρήγορα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠκῠμάχος:''' стремительный в сражении, воинственный ([[Λοκροί]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 06:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκῠμάχος Medium diacritics: ὠκυμάχος Low diacritics: ωκυμάχος Capitals: ΩΚΥΜΑΧΟΣ
Transliteration A: ōkymáchos Transliteration B: ōkymachos Transliteration C: okymachos Beta Code: w)kuma/xos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A quick to fight, AP6.132 (Nossis).

Greek (Liddell-Scott)

ὠκυμάχος: -ον, ὁ ὠκέως, ταχέως μαχόμενος, Ἀνθ. Παλατ. 6.132.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
agile au combat.
Étymologie: ὠκύς, μάχομαι.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μάχεται ένθερμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «οξύς» + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. μονο-μάχος].

Greek Monotonic

ὠκυμάχος: -ον (μάχομαι), αυτός που μάχεται γρήγορα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὠκῠμάχος: стремительный в сражении, воинственный (Λοκροί Anth.).