λεπτολογέω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λεπτολογέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μιλώ]] με την παραμικρή [[λεπτομέρεια]], [[λεπτολογώ]], [[ψειρίζω]], [[σοφιστεύομαι]], σε Αριστοφ.· [[λεπτολογέω]] τι, [[εξετάζω]] [[κάτι]] με [[λεπτομέρεια]], είμαι [[λεπτολόγος]], σε Λουκ.· ομοίως, ως αποθ., λεπτολογέομαι, στον ίδ.
|lsmtext='''λεπτολογέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μιλώ]] με την παραμικρή [[λεπτομέρεια]], [[λεπτολογώ]], [[ψειρίζω]], [[σοφιστεύομαι]], σε Αριστοφ.· [[λεπτολογέω]] τι, [[εξετάζω]] [[κάτι]] με [[λεπτομέρεια]], είμαι [[λεπτολόγος]], σε Λουκ.· ομοίως, ως αποθ., λεπτολογέομαι, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λεπτολογέω:''' тж. med. пускаться в тонкие рассуждения, умствовать (τι Luc., περί τινος Sext.; med. τι πρός τινα Luc.): λ. καὶ περὶ καπνοῦ στενολεοχεῖν Arph. умствовать и пустословить.
}}
}}