3,241,556
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καρφηρός:''' -ά, -όν, αυτός που είναι φτιαγμένος από ξερά καλάμια, σε Ευρ. | |lsmtext='''καρφηρός:''' -ά, -όν, αυτός που είναι φτιαγμένος από ξερά καλάμια, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καρφηρός:''' сделанный из сухих соломинок (εὐναῖαι Eur.). | |||
}} | }} |