3,253,953
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διάδετος:''' -ον ([[διαδέω]]), αυτός που είναι δεμένος [[δυνατά]], ισχυρά· <i>χαλινοὶ διάδετοι γενύων ἱππείων</i>, χαλινάρια ισχυρά δεμένα στα στόματα των αλόγων, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''διάδετος:''' -ον ([[διαδέω]]), αυτός που είναι δεμένος [[δυνατά]], ισχυρά· <i>χαλινοὶ διάδετοι γενύων ἱππείων</i>, χαλινάρια ισχυρά δεμένα στα στόματα των αλόγων, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διάδετος:''' продетый и связанный (χαλινοὶ διάδετοι γενῦν ἱππιᾶν Aesch.). | |||
}} | }} |