ἐντήκω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐντήκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[χύνω]] [[κάτι]] λυωμένο μέσα σε, <i>μόλιβδον</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., με Ενεργ. παρακ. <i>ἐντέτηκα</i>,<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για αισθήματα, [[διεισδύω]] [[βαθιά]] μέσα σε, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, είμαι απορροφημένος από [[κάτι]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἐντήκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[χύνω]] [[κάτι]] λυωμένο μέσα σε, <i>μόλιβδον</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., με Ενεργ. παρακ. <i>ἐντέτηκα</i>,<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για αισθήματα, [[διεισδύω]] [[βαθιά]] μέσα σε, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, είμαι απορροφημένος από [[κάτι]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐντήκω:''' <b class="num">1)</b> в расплавленном виде вливать (μόλιβδον, sc. εἰς τὰς τῶν λίθων ἁρμονίας Diod.; θερμὸν χαλκὸν εἴς τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> (pf. ἐντέτηκα) глубоко проникать, въедаться (τὸ [[μῖσος]] ἐντέτηκέ τινί τινος Soph., Plat.; ἐν ταῖς ψυχαῖς ἐντέτηκεν ἡ [[δεισιδαιμονία]] Diod.);<br /><b class="num">3)</b> pass. (aor. 2 ἐνετάκην) глубоко проникаться: ἐντακῆναι (v. l. ἐκτακῆναι) τῷ φιλεῖν Soph. сгорать от любви.
}}
}}