ἀναβολή: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναβολή:''' ποιητ. [[ἀμβολή]], <i>ἡ</i> ([[ἀναβάλλω]])·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πράγματα,<br /><b class="num">1.</b> αυτό που ρίχνεται, που επιχέεται, [[σωρός]] χώματος, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτό που ρίχνεται στους ώμους, [[μανδύας]], [[χιτώνας]], σε Πλάτ.· ο [[τρόπος]] που τον φορούν, σε Λουκ.· πρβλ. [[ἀναβάλλω]] Β III.<br /><b class="num">II.</b> ως [[ενέργεια]]:<br /><b class="num">1.</b> [[πρελούδιο]], [[προοίμιο]] της λύρας, σε Πίνδ.· διθυραμβική ωδή, σε Αριστοφ.· βλ. [[ἀναβάλλω]] Β I.<br /><b class="num">2.</b> [[καθυστέρηση]], [[αναβολή]], σε Ηρόδ., Θουκ.· οὐκ ἐς [[ἀμβολάς]], [[χωρίς]] [[καθυστέρηση]], σε Ευρ.· βλ. [[ἀναβάλλω]] Β II.<br /><b class="num">3.</b> αμτβ., [[ανέγερση]], [[φούσκωμα]], σε Αριστ.
|lsmtext='''ἀναβολή:''' ποιητ. [[ἀμβολή]], <i>ἡ</i> ([[ἀναβάλλω]])·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πράγματα,<br /><b class="num">1.</b> αυτό που ρίχνεται, που επιχέεται, [[σωρός]] χώματος, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτό που ρίχνεται στους ώμους, [[μανδύας]], [[χιτώνας]], σε Πλάτ.· ο [[τρόπος]] που τον φορούν, σε Λουκ.· πρβλ. [[ἀναβάλλω]] Β III.<br /><b class="num">II.</b> ως [[ενέργεια]]:<br /><b class="num">1.</b> [[πρελούδιο]], [[προοίμιο]] της λύρας, σε Πίνδ.· διθυραμβική ωδή, σε Αριστοφ.· βλ. [[ἀναβάλλω]] Β I.<br /><b class="num">2.</b> [[καθυστέρηση]], [[αναβολή]], σε Ηρόδ., Θουκ.· οὐκ ἐς [[ἀμβολάς]], [[χωρίς]] [[καθυστέρηση]], σε Ευρ.· βλ. [[ἀναβάλλω]] Β II.<br /><b class="num">3.</b> αμτβ., [[ανέγερση]], [[φούσκωμα]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναβολή:''' поэт. тж. [[ἀμβολή]], дор. [[ἀμβολά]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> насыпь, вал Xen., Diod.;<br /><b class="num">2)</b> восхождение, подъем (τῶν Ἄλπεων и πρὸς τὰς [[Ἄλπεις]] Polyb.): τὴν ἀναβολὴν ποιεῖσύαι Polyb. совершать восхождение, подниматься;<br /><b class="num">3)</b> путь восхождения, дорога вверх, подъем (αἱ εἰς τὸ [[ὄρος]] ἀναβολαί Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> накидка, плащ Plat.: [[κόσμιος]] τὴν ἀναβολήν Luc. изящно одетый;<br /><b class="num">5)</b> (музыкальное) вступление Pind., Arph., Arst.;<br /><b class="num">6)</b> откладывание, отсрочка, задержка: ἀναβολὴν ποιεῖν Plat. и ποιεῖσθαι Thuc., Men., Plut., тж. ἐς ἀναβολὰς ποιεῖσθαι Her. или πράττειν Thuc. откладывать, задерживать, медлить; οὐκ εἰς (ἐς) [[ἀναβολάς]] Eur., Isocr. без промедления;<br /><b class="num">7)</b> выскакивание (ἡ ὑπέρζεσίς ἐστιν ἡ ἀ. τῶν πομφολύγων Arst.).
}}
}}