καλλίφθογγος: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καλλίφθογγος:''' -ον (φθογγός), αυτός που ηχεί όμορφα, που ακούγεται ωραία, [[εύηχος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''καλλίφθογγος:''' -ον (φθογγός), αυτός που ηχεί όμορφα, που ακούγεται ωραία, [[εύηχος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''καλλίφθογγος:''' красиво звучащий, приятно поющий, певучий (ᾠδαί, [[κιθάρα]], ἱστοί Eur.).
}}
}}