φροντιστικός: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φροντιστικός:''' -ή, -όν, [[σκεπτικός]], σε Λουκ.· επίρρ. <i>-κώς</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''φροντιστικός:''' -ή, -όν, [[σκεπτικός]], σε Λουκ.· επίρρ. <i>-κώς</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''φροντιστικός:''' <b class="num">1)</b> размышляющий (περί τινος Arst.): φ. τὴν πρόσοψιν Luc. с задумчивым или озабоченным лицом;<br /><b class="num">2)</b> заботящийся (περί τι Arst.).
}}
}}