ἐκκομψεύομαι: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκκομψεύομαι:''' Μέσ., [[εκθέτω]], [[παρουσιάζω]], εκφράζομαι με κομψό τρόπο, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐκκομψεύομαι:''' Μέσ., [[εκθέτω]], [[παρουσιάζω]], εκφράζομαι με κομψό τρόπο, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκκομψεύομαι:''' красноречиво говорить: ἐκκεκόμψευσαι (v. l. εὖ κεκόμψευσαι) Eur. ты складно сказал, т. е. все это только пышные слова.
}}
}}