3,274,873
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συννοέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[σκέφτομαι]] ή [[στοχάζομαι]] [[κάτι]], σε Σοφ., Πλάτ.· ομοίως, στη Μέσ., σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[συλλαμβάνω]] με το νου μου, [[καταλαβαίνω]], [[αντιλαμβάνομαι]], [[εννοώ]], σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Αριστοφ. | |lsmtext='''συννοέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[σκέφτομαι]] ή [[στοχάζομαι]] [[κάτι]], σε Σοφ., Πλάτ.· ομοίως, στη Μέσ., σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[συλλαμβάνω]] με το νου μου, [[καταλαβαίνω]], [[αντιλαμβάνομαι]], [[εννοώ]], σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συννοέω:''' <b class="num">1)</b> размышлять, соображать, обдумывать (τι Soph., Plat.): ἐν ἑαυτῷ τι συννούμενος Eur. размышляя про себя кой о чем;<br /><b class="num">2)</b> понимагь (τι Plat., Polyb.; οὐ μὴν [[ἱκανῶς]] γε συννοῶ Plat.). | |||
}} | }} |