3,271,486
edits
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπάρᾱτος:''' -ον ([[ἐπαράομαι]]), [[καταραμένος]], αυτός που έχει τεθεί [[κάτω]] από [[κατάρα]], σε Θουκ.· <i>ἐπάρατον ἦν μὴ οἰκεῖν</i>, υπήρχε [[κατάρα]] [[εναντίον]] της εγκατάστασής του, στον ίδ. | |lsmtext='''ἐπάρᾱτος:''' -ον ([[ἐπαράομαι]]), [[καταραμένος]], αυτός που έχει τεθεί [[κάτω]] από [[κατάρα]], σε Θουκ.· <i>ἐπάρατον ἦν μὴ οἰκεῖν</i>, υπήρχε [[κατάρα]] [[εναντίον]] της εγκατάστασής του, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπάρᾱτος:''' (ᾰρ) подвергнутый проклятию, проклятый Plat., Arst.: ὃ ἐπάρατον ἦν μὴ οἰκεῖν Thuc. (Пеласгикон), обитать в котором было запрещено под страхом проклятия. | |||
}} | }} |