ἐπάρατος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπάρᾱτος:''' -ον ([[ἐπαράομαι]]), [[καταραμένος]], αυτός που έχει τεθεί [[κάτω]] από [[κατάρα]], σε Θουκ.· <i>ἐπάρατον ἦν μὴ οἰκεῖν</i>, υπήρχε [[κατάρα]] [[εναντίον]] της εγκατάστασής του, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐπάρᾱτος:''' -ον ([[ἐπαράομαι]]), [[καταραμένος]], αυτός που έχει τεθεί [[κάτω]] από [[κατάρα]], σε Θουκ.· <i>ἐπάρατον ἦν μὴ οἰκεῖν</i>, υπήρχε [[κατάρα]] [[εναντίον]] της εγκατάστασής του, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπάρᾱτος:''' (ᾰρ) подвергнутый проклятию, проклятый Plat., Arst.: ὃ ἐπάρατον ἦν μὴ οἰκεῖν Thuc. (Пеласгикон), обитать в котором было запрещено под страхом проклятия.
}}
}}