φοιταλέος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φοιτᾰλέος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[φοιτάω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που περιπλανιέται στην [[ερημιά]], σε Μόσχ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που προξενεί [[μανία]], [[μανιώδης]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''φοιτᾰλέος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[φοιτάω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που περιπλανιέται στην [[ερημιά]], σε Μόσχ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που προξενεί [[μανία]], [[μανιώδης]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''φοιτᾰλέος:''' и<br /><b class="num">1)</b> блуждающий в безумии, мечущийся в неистовстве (Διωνύσοιο θεραπνίδες Anth.);<br /><b class="num">2)</b> заставляющий блуждать, гоняющий с места на место (κέντρα Aesch.; [[λύσσα]] Eur.).
}}
}}