πλεονάκις: Difference between revisions

3b
(6)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλεονάκις:''' [ᾰ], επίρρ. ([[πλέων]]), πιο [[συχνά]], συχνότερα, σε Πλάτ.· περισσότερες φορές, [[συχνά]], σε Αριστ.
|lsmtext='''πλεονάκις:''' [ᾰ], επίρρ. ([[πλέων]]), πιο [[συχνά]], συχνότερα, σε Πλάτ.· περισσότερες φορές, [[συχνά]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''πλεονάκις:''' (ᾰ) adv.<br /><b class="num">1)</b> многократно, часто (ἢ [[ἅπαξ]] ἢ καὶ π. Plat.; λέγειν τὸ [[αὐτό]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> большее число раз: [[ἐλάττων]] π. [[γενέσθαι]] Plat. возникнуть от умножения меньшего числа на большее.
}}
}}