εὐμεταχείριστος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐμεταχείριστος:''' -ον ([[μεταχειρίζω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που εύκολα χειρίζεται ή «κουμαντάρεται», [[εύπλαστος]], ευκολομεταχείριστος, σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που εύκολα αντιμετωπίζεται ή διοικείται, σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''εὐμεταχείριστος:''' -ον ([[μεταχειρίζω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που εύκολα χειρίζεται ή «κουμαντάρεται», [[εύπλαστος]], ευκολομεταχείριστος, σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που εύκολα αντιμετωπίζεται ή διοικείται, σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐμεταχείριστος:''' легко одолимый, тот, с которым легко справиться или совладать (sc. [[ἀγωνιστής]] Xen., Plat., Plut.; [[ἰσχύς]] Thuc.; [[λόγος]] Isocr., Plut.; [[χρεία]] Arst.).
}}
}}