3,270,498
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐμεταχείριστος:''' -ον ([[μεταχειρίζω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που εύκολα χειρίζεται ή «κουμαντάρεται», [[εύπλαστος]], ευκολομεταχείριστος, σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που εύκολα αντιμετωπίζεται ή διοικείται, σε Θουκ., Ξεν. | |lsmtext='''εὐμεταχείριστος:''' -ον ([[μεταχειρίζω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που εύκολα χειρίζεται ή «κουμαντάρεται», [[εύπλαστος]], ευκολομεταχείριστος, σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που εύκολα αντιμετωπίζεται ή διοικείται, σε Θουκ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐμεταχείριστος:''' легко одолимый, тот, с которым легко справиться или совладать (sc. [[ἀγωνιστής]] Xen., Plat., Plut.; [[ἰσχύς]] Thuc.; [[λόγος]] Isocr., Plut.; [[χρεία]] Arst.). | |||
}} | }} |