3,258,334
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προᾰμύνομαι:''' [ῡ], μέλ. <i>-αμῠνοῦμαι</i>, Μέσ., υπερασπίζομαι κάποιον ή [[λαμβάνω]] [[μέτρα]] υπεράσπισης από [[πριν]], σε Θουκ.· με αιτ., [[λαμβάνω]] τέτοιου είδους [[μέτρα]] [[εναντίον]] κάποιου, στον ίδ. | |lsmtext='''προᾰμύνομαι:''' [ῡ], μέλ. <i>-αμῠνοῦμαι</i>, Μέσ., υπερασπίζομαι κάποιον ή [[λαμβάνω]] [[μέτρα]] υπεράσπισης από [[πριν]], σε Θουκ.· με αιτ., [[λαμβάνω]] τέτοιου είδους [[μέτρα]] [[εναντίον]] κάποιου, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προᾰμύνομαι:''' (ῡ) заблаговременно принимать оборонительные меры (τὸν ἐχθρὸν ὧν δρᾷ Thuc.): ἐπ᾽ ἐκείνοις δὲ ὄντος ἀεὶ τοῦ ἐπιχειρεῖν, καὶ ἐφ᾽ [[ἡμῖν]] εἶναι [[δεῖ]] τὸ προαμύνασθαι Thuc. поскольку они всегда могут напасть (на нас), то и мы должны заранее подготовиться к обороне. | |||
}} | }} |