προαμύνομαι: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προᾰμύνομαι:''' [ῡ], μέλ. <i>-αμῠνοῦμαι</i>, Μέσ., υπερασπίζομαι κάποιον ή [[λαμβάνω]] [[μέτρα]] υπεράσπισης από [[πριν]], σε Θουκ.· με αιτ., [[λαμβάνω]] τέτοιου είδους [[μέτρα]] [[εναντίον]] κάποιου, στον ίδ.
|lsmtext='''προᾰμύνομαι:''' [ῡ], μέλ. <i>-αμῠνοῦμαι</i>, Μέσ., υπερασπίζομαι κάποιον ή [[λαμβάνω]] [[μέτρα]] υπεράσπισης από [[πριν]], σε Θουκ.· με αιτ., [[λαμβάνω]] τέτοιου είδους [[μέτρα]] [[εναντίον]] κάποιου, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προᾰμύνομαι:''' (ῡ) заблаговременно принимать оборонительные меры (τὸν ἐχθρὸν ὧν δρᾷ Thuc.): ἐπ᾽ ἐκείνοις δὲ ὄντος ἀεὶ τοῦ ἐπιχειρεῖν, καὶ ἐφ᾽ [[ἡμῖν]] εἶναι [[δεῖ]] τὸ προαμύνασθαι Thuc. поскольку они всегда могут напасть (на нас), то и мы должны заранее подготовиться к обороне.
}}
}}