κακόβουλος: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκόβουλος:''' -ον ([[βουλή]]), αυτός που δίνει κακές συμβουλές, σε Ευρ., Αριστοφ.
|lsmtext='''κᾰκόβουλος:''' -ον ([[βουλή]]), αυτός που δίνει κακές συμβουλές, σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κακόβουλος:''' <b class="num">1)</b> дающий плохие наставления, плохо советующий Arph., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> неразумный, безрассудный (φῶτες Eur.; [[φροντίς]] Soph. ap. Plut.).
}}
}}