στεφάνωμα: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στεφάνωμα:''' [ᾰ], -ατος, τό,<br /><b class="num">1.</b> αυτό που περικλείει, που περιβάλλει, που περιστέφει [[στέμμα]] ή [[στεφάνι]], σε Θέογν., Πίνδ.· [[στεφάνωμα]] πύργων, πύργοι που περιβάλλουν, που στεφανώνουν την πόλη, η [[κορωνίδα]] των πύργων, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[στεφάνι]] ως έπαθλο νίκης, σε Πίνδ.<br /><b class="num">3.</b> [[τιμή]], [[δόξα]], στον ίδ.
|lsmtext='''στεφάνωμα:''' [ᾰ], -ατος, τό,<br /><b class="num">1.</b> αυτό που περικλείει, που περιβάλλει, που περιστέφει [[στέμμα]] ή [[στεφάνι]], σε Θέογν., Πίνδ.· [[στεφάνωμα]] πύργων, πύργοι που περιβάλλουν, που στεφανώνουν την πόλη, η [[κορωνίδα]] των πύργων, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[στεφάνι]] ως έπαθλο νίκης, σε Πίνδ.<br /><b class="num">3.</b> [[τιμή]], [[δόξα]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''στεφάνωμα:''' ατος (φᾰ) τό<br /><b class="num">1)</b> ограда, кольцо, круг (βωμῶν Pind.): σ. πύργων Soph. крепостные башни;<br /><b class="num">2)</b> венок, венец (σελίνων Pind.);<br /><b class="num">3)</b> досл. победный венок, перен. награда (παγκρατίου Pind.; μόχθων Eur.).
}}
}}