λαβύρινθος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λᾰβύρινθος:''' [ῠ], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> μεγάλο [[οικοδόμημα]] που αποτελείται από πολλές αίθουσες που συγκοινωνούν [[μεταξύ]] τους με πολύπλοκους και ελικοειδείς διαδρόμους, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κοχλίας]], όπως το [[σαλιγκάρι]], σε Ανθ.· ἐκ [[σχοινίων]] [[λαβύρινθος]], [[δίχτυ]] από [[βούρλα]], σε Θεόκρ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''λᾰβύρινθος:''' [ῠ], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> μεγάλο [[οικοδόμημα]] που αποτελείται από πολλές αίθουσες που συγκοινωνούν [[μεταξύ]] τους με πολύπλοκους και ελικοειδείς διαδρόμους, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κοχλίας]], όπως το [[σαλιγκάρι]], σε Ανθ.· ἐκ [[σχοινίων]] [[λαβύρινθος]], [[δίχτυ]] από [[βούρλα]], σε Θεόκρ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''λᾰβύρινθος:''' (ῠ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> лабиринт (здание с многочисленными и запутанными ходами; наиболее известны: Египетский, у г. Крокодилополя Her., и Критский, близ Кносса, построенный, по преданию, Дедалом Diod.);<br /><b class="num">2)</b> сложное переплетение, запутанность (λόγων Luc.; [[ὥσπερ]] εἰς λαβύρινθον ἐμπεσεῖν Plat.; τοῦ λαβυρίνθου ἑλιγμοί Plut.; λαβύρινθοι πολύγναμπτοι Anth.);<br /><b class="num">3)</b> сеть, невод (λ. ἐκ σχοίνων Theocr.);<br /><b class="num">4)</b> спиральная раковина ([[εἰνάλιος]] Anth.).
}}
}}