ἐποχθίδιος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐποχθίδιος:''' -αν, -ον ([[ὄχθη]]), [[ορεινός]] ή βουνίσιος, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἐποχθίδιος:''' -αν, -ον ([[ὄχθη]]), [[ορεινός]] ή βουνίσιος, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐποχθίδιος:''' (ῐδ) живущий на высотах, горный (эпитет ореад) Anth.
}}
}}