δίγονος: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δίγονος:''' -ον (γί-γνομαι),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει γεννηθεί [[δύο]] φορές, λέγεται για τον Βάκχο, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[δίδυμος]], [[διπλός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''δίγονος:''' -ον (γί-γνομαι),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει γεννηθεί [[δύο]] φορές, λέγεται για τον Βάκχο, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[δίδυμος]], [[διπλός]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δίγονος:''' <b class="num">1)</b> дважды рожденный (эпитет Вакха) Anth.;<br /><b class="num">2)</b> двойной ([[μάσθλης]] Soph.): δίγονα σώματα Eur. два (мертвых) тела.
}}
}}