προσποιητός: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσποιητός:''' -όν και -ή, -όν, [[ψεύτικος]], [[προσποιητός]], [[υποκριτικός]], σε Δημ.· επίρρ. <i>-τῶς</i> ή <i>-τως</i>, αντίθ. προς <i>τῷ ὄντι</i>, σε Πλάτ.· επίσης <i>προσποιητά</i>, ως επίρρ., σε Βάβρ.
|lsmtext='''προσποιητός:''' -όν και -ή, -όν, [[ψεύτικος]], [[προσποιητός]], [[υποκριτικός]], σε Δημ.· επίρρ. <i>-τῶς</i> ή <i>-τως</i>, αντίθ. προς <i>τῷ ὄντι</i>, σε Πλάτ.· επίσης <i>προσποιητά</i>, ως επίρρ., σε Βάβρ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσποιητός:''' и [[προσποίητος]] 2 притворный, деланный, напускной ([[ἐραστής]] Plat.; [[ὀργή]] Arst.; ἔχθραι Dem.; [[φυγή]] Plut.).
}}
}}