καθαγίζω: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καθᾰγίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, Ιων. κατ-·<br /><b class="num">I.</b> [[αφοσιώνω]], [[αφιερώνω]], [[προσφέρω]] σε θεό, <i>τί τινι</i>, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· λέγεται για [[θυσία]] μέσω φωτιάς, σε Ηρόδ.· κάνω, [[δίνω]] προσφορές, [[προσφέρω]] θυσίες στις ψυχές των [[νεκρών]], Λατ. parentare, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[καίω]], <i>καταγιζομένου τοῦ καρποῦ</i>, σε Ηρόδ.· [[καίω]] νεκρό [[σώμα]], [[ακόμη]] και [[θάβω]], σε Πλούτ.· ομοίως και, <i>ὅσων σπαράγματ' ἢ κύνες καθήγισαν</i>, όσων τα κατασπαραγμένα σώματα έθαψαν τα σκυλιά, δηλ. τα κατέφαγαν, τα κατεσπάραξαν, σε Σοφ.
|lsmtext='''καθᾰγίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, Ιων. κατ-·<br /><b class="num">I.</b> [[αφοσιώνω]], [[αφιερώνω]], [[προσφέρω]] σε θεό, <i>τί τινι</i>, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· λέγεται για [[θυσία]] μέσω φωτιάς, σε Ηρόδ.· κάνω, [[δίνω]] προσφορές, [[προσφέρω]] θυσίες στις ψυχές των [[νεκρών]], Λατ. parentare, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[καίω]], <i>καταγιζομένου τοῦ καρποῦ</i>, σε Ηρόδ.· [[καίω]] νεκρό [[σώμα]], [[ακόμη]] και [[θάβω]], σε Πλούτ.· ομοίως και, <i>ὅσων σπαράγματ' ἢ κύνες καθήγισαν</i>, όσων τα κατασπαραγμένα σώματα έθαψαν τα σκυλιά, δηλ. τα κατέφαγαν, τα κατεσπάραξαν, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθᾰγίζω:''' ион. [[καταγίζω|κατᾰγίζω]]<br /><b class="num">1)</b> культ. совершать приношение, торжественно приносить в дар (πυρούς τινι Arph.; πάντα τοῦ ταύρου τὰ [[μέλη]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> сжигать в виде жертвы (θυμιήματα Her.; κακούργους Diod.): κ. πυρί или ἐπὶ πυρῆς Her. возлагать на костер (для сожжения в жертву);<br /><b class="num">3)</b> предавать огню, сжигать (τὸν καρπόν Her.; τὸ σῶμά τινος Plut.);<br /><b class="num">4)</b> хоронить, погребать: ὅσων σπαράγματα ἢ κύνες καθήγισαν, ἢ θῆρες Soph. чьи растерзанные останки погребли (в себе, т. е. пожрали) псы или дикие звери.
}}
}}