ναυπηγία: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ναυπηγία:''' ἡ, Ιων. -ίη, [[κατασκευή]] πλοίου, σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''ναυπηγία:''' ἡ, Ιων. -ίη, [[κατασκευή]] πλοίου, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ναυπηγία:''' ион. ναυπηγίη ἡ (тж. ν. [[τριήρων]] и [[νεῶν]] Thuc.) кораблестроение, постройка кораблей: ναυπηγίαν ἁρμόζειν Eur. заниматься постройкой судна.
}}
}}