ὀλίζων: Difference between revisions

3b
(28)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλίζων]] και [[ὀλείζων]], -ον (Α)<br />παλαιότερος τ. συγκριτ. του [[ολίγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ολίγ</i>-<i>jων</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀλιγ</i>- του [[ὀλίγος]] (<b>πρβλ.</b> [[μέγας]]: [[μέζων]] / [[μείζων]]). Ανάμεσα στους τ. [[ὀλίζων]] και [[ὀλείζων]] αρχαιότερος [[πρέπει]] να θεωρηθεί ο τ. [[ὀλίζων]], όπως μαρτυρεί και το παράγωγο ρ. <i>ὀλιζῶ</i>, ενώ το -<i>ει</i>- του [[ὀλείζων]] [[πρέπει]] να οφείλεται σε αναλογική [[επίδραση]] του [[μείζων]]].
|mltxt=[[ὀλίζων]] και [[ὀλείζων]], -ον (Α)<br />παλαιότερος τ. συγκριτ. του [[ολίγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ολίγ</i>-<i>jων</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀλιγ</i>- του [[ὀλίγος]] (<b>πρβλ.</b> [[μέγας]]: [[μέζων]] / [[μείζων]]). Ανάμεσα στους τ. [[ὀλίζων]] και [[ὀλείζων]] αρχαιότερος [[πρέπει]] να θεωρηθεί ο τ. [[ὀλίζων]], όπως μαρτυρεί και το παράγωγο ρ. <i>ὀλιζῶ</i>, ενώ το -<i>ει</i>- του [[ὀλείζων]] [[πρέπει]] να οφείλεται σε αναλογική [[επίδραση]] του [[μείζων]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλίζων:''' 2, gen. ονος Anth. compar. к [[ὀλίγος]].
}}
}}