φαιδρύνω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φαιδρύνω:''' [ῡ], ([[φαιδρός]])·<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] λαμπερό, [[καθαρίζω]], σε Αισχύλ.· <i>θεαὶ μορφὰν ἐφαίδρυναν</i>, μου έδωσαν λαμπερή [[μορφή]], σε Ευρ. — Μέσ., <i>χρόαφαιδρύνεσθαι</i>, [[πλένω]] το [[σώμα]] κάποιου ώστε να γίνει καθαρό, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[ευθυμώ]], σε Αισχύλ. — Παθ., [[ακτινοβολώ]] ή είμαι [[γεμάτος]] [[λάμψη]], σε Ξεν.
|lsmtext='''φαιδρύνω:''' [ῡ], ([[φαιδρός]])·<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] λαμπερό, [[καθαρίζω]], σε Αισχύλ.· <i>θεαὶ μορφὰν ἐφαίδρυναν</i>, μου έδωσαν λαμπερή [[μορφή]], σε Ευρ. — Μέσ., <i>χρόαφαιδρύνεσθαι</i>, [[πλένω]] το [[σώμα]] κάποιου ώστε να γίνει καθαρό, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[ευθυμώ]], σε Αισχύλ. — Παθ., [[ακτινοβολώ]] ή είμαι [[γεμάτος]] [[λάμψη]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''φαιδρύνω:''' (ῡ)<b class="num">1)</b> мыть, умывать (μορφάν Eur.; χεῖρας Anth.): [[χρόα]] φαιδρύνεσθαι Hes. мыть свое тело; φ. τινὰ λουτροῖσι Aesch. купать кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> делать красивым, украшать: τὸν ἀηδῆ τοῦ προσώπου χρῶτα φ. Luc. (притираниями) улучшать неприятный цвет лица; φαιδρύνεσθαι τὸν [[ἑαυτοῦ]] βίον Plut. делать свою жизнь краше;<br /><b class="num">3)</b> радовать, веселить (οὔ με φαιδρύνει [[λόγος]] Aesch.): ἥσθησάν τε καὶ ἐφαιδρύνθησαν Xen. они обрадовались и развеселились - см. тж. [[φαιδρόομαι]].
}}
}}