ἐπικορύσσομαι: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικορύσσομαι:''' Μέσ., εξοπλίζομαι, οπλίζομαι [[εναντίον]], <i>τινι</i>, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἐπικορύσσομαι:''' Μέσ., εξοπλίζομαι, οπλίζομαι [[εναντίον]], <i>τινι</i>, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικορύσσομαι:''' досл. надевать шлем, перен. вооружаться или объявлять войну (τινι Luc.).
}}
}}